- αρχινώ
- αρχινάω / αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος βλ. πίν. 58
(και ως απρόσ. αρχινάει)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αρχινώ — βλ. αρχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀρχίνῳ — Ἀρχί̱νῳ , Ἀρχῖνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχίζω — και αρχινώ ( άω) και αρχινίζω (Μ ἀρχίζω και ἀρχινῶ [ άω] και ἀρχινίζω) 1. (για γεγονός ή χρονικό διάστημα) βρίσκομαι στην αρχή, στην έναρξη («άρχισαν οι ζέστες», «αρχίνησε ο πόλεμος») 2. κάνω αρχή έργου ή πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρχίζω < αρχή ή… … Dictionary of Greek
καταχερνώ — καταχερνῶ (Μ) αρχίζω («εἰς τὴν γυναῑκα μὲ καμὸ καταχερνᾱ νὰ λέγει», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καταχερίζω, με επίδραση τού ἀρχινῶ, κατά το σχήμα αρχίζω: αρχινώ)] … Dictionary of Greek
αρχίνημα — και αρχίνισμα, το η αρχή, η έναρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. αρχίνημα < αρχινώ αρχίνισμα < αρχινίζω] … Dictionary of Greek
καλαρχινώ — άω και καλαρχινίζω 1. κάνω καλή αρχή 2. (συν. σε αρνητική πρότ.) μόλις αρχίζω («πριν ακόμα καλαρχινίσει ν ανοίξει στόμα», Βηλαρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
ματαρχινώ — και ματαρχινάω αρχίζω κάτι από την αρχή, ξαναρχίζω («γκλαν, γκλαν παράδερνε με τα γλωσσίδια κι εματαρχίναε κι έλεε τα ίδια», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ματα * + αρχινώ] … Dictionary of Greek
πρωταρχ(ιν)ίζω — και πρωταρχινώ Ν αρχίζω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω κάτι εγώ πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχίζω / αρχινίζω / αρχινώ] … Dictionary of Greek
αρχινάω — / αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος βλ. πίν. 58 (και ως απρόσ. αρχινάει) Σημειώσεις: αρχινάω : έχει την ίδια έννοια με το αρχίζω αλλά απαντάται σπάνια, κυρίως στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αρχίζω — και αρχινώ και αρχεύω άρχισα, αρχίνησα και άρχεψα, αρχίστηκα, αρχισμένος και αρχινημένος 1. μτβ., κάνω αρχή κάποιας πράξης, βάζω εμπρός: Συνήθως τέτοιαν ώρα αρχίζω τη δουλειά μου. 2. αμτβ., βρίσκομαι στην αρχή: Όπου να ναι, αρχίζει ο χειμώνας.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)